ὀνειδείη

ὀνείδειος

ὀνειδίζω
ὀνείδειος, ος, ον :
1 act. injurieux, outrageant, Il. 1, 519, etc. ; Od. 18, 326 ||
2 pass. honteux, Anth. 9, 573.
Étym. ὄνειδος.