ὀνειροπολία

ὀνειροπολικός

ὀνειροπόλος
ὀνειροπολικός, ή, όν, qui concerne l’interprétation des songes ; subst. τὸ ὀνειροπολικόν, Plut. M. 904e, l’art d’interpréter les songes, titre d’un ouvrage d’Artémidore.
Étym. ὀνειροπόλος.