ὀνειροπολικός

ὀνειροπόλος

ὀνειροπομπός
ὀνειρο·πόλος, ος, ον :
1 qui concerne l’interprétation des songes, Orph. Arg. 35, 599 ||
2 ὁ ὀν. interprète des songes, Il. 1, 63 ; 5, 149 ; Hdt. 1, 128 ; 5, 56.
Étym. ὄνειρ. πολέω.