ὄγκος

ὀγκότερος

ὀγκόω-ῶ
ὀγκότερος, α, ον, plus gros, Arstt. Probl. 37, 2, et ὀγκότατος, η, ον, très gros, Anth. 12, 187 (cp. et sup. d’ὄγκος 2).