ὀνοματοποιΐα

ὀνοματοποιός

ὀνοματουργέω-ῶ
ὀνοματο·ποιός, ός, όν [] qui crée des mots, particul. par onomatopée, Ath. 99c.
Étym. ὄ. ποιέω.