ὀνοματοθετικός

ὀνοματοθήρας

ὀνοματολόγος
ὀνοματο·θήρας, ου () [ᾰᾱ] qui va à la chasse des mots ou des sens nouveaux, Ath. 98a, 649b.
Étym. ὄ. θηράω.