ὀνοματοθήρας

ὀνοματολόγος

ὀνοματομάχος
ὀνοματο·λόγος, ου () []
1 collecteur de mots, Ath. 397a ||
2 c. ὀνομακλήτωρ, Plut. Cato mi. 8.
Étym. ὄ. λέγω.