Ὀνήσανδρος

ὀνησίδωρος

Ὀνησικράτης
ὀνησί·δωρος, ος, ον [] bienfaisant, secourable, Plut. M. 317a vulg. corrigé en ἀνησίδωρος.
Étym. ὄνησις, δῶρον.