Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀνησίδωρος
Ὀνησικράτης
Ὀνησίκριτος
Ὀνησι·κράτης,
ους,
voc.
ατες
(
ὁ
) [
ᾰ
] Onèsikratès,
h.
Plut.
M.
679
c
,
1131
b
.
Étym.
ὄνησις, κράτος
.