ὀφθαλμιάω-ῶ

ὀφθαλμίδιον

ὀφθαλμίζομαι
ὀφθαλμίδιον, ου (τὸ) [ῐδ] petit œil, Ar. Eq. 909.
Étym. dim. d’ὀφθαλμός.