ὀφθαλμοϐόρος

ὀφθαλμοδουλεία

ὀφθαλμοειδής
ὀφθαλμο·δουλεία, ας () action de servir (au doigt et) à l’œil, NT. Eph. 6 ; au pl. NT. Col. 3, 22.