ὀφθαλμῖτις

ὀφθαλμοϐόρος

ὀφθαλμοδουλεία
ὀφθαλμο·ϐόρος, ος, ον, qui dévore les yeux, Arstt. H.A. 9, 18, 2.
Étym. ὀ. βιϐρώσκω.