ὀφθαλμός

ὀφθαλμόσοφος

ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμό·σοφος, ου (ὁ, ἡ) habile oculiste, Luc. Lex. 4.
Étym. ὀφθαλμός, σοφός.