Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀφθαλμός
ὀφθαλμόσοφος
ὀφθαλμότεγκτος
ὀφθαλμό·σοφος,
ου
(
ὁ, ἡ
) habile oculiste,
Luc.
Lex.
4
.
Étym.
ὀφθαλμός, σοφός
.