ὀφθαλμόσοφος

ὀφθαλμότεγκτος

ὀφθαλμοφανής
ὀφθαλμό·τεγκτος, ος, ον, qui mouille les yeux, Eur. Alc. 184.
Étym. ὀφθ. τέγγω.