ὀφθαλμοφανῶς

ὀφθαλμώρυχος

ὀφθῆναι
ὀφθαλμ·ώρυχος, ος, ον [] qui crève ou arrache les yeux, Eschl. Eum. 186.
Étym. ὀ. ὀρύσσω.