ὀφθαλμοφανής

ὀφθαλμοφανῶς

ὀφθαλμώρυχος
ὀφθαλμοφανῶς [φᾰ] adv. visiblement, Sext. p. 558 ; Spt. Esth. 8, 13, etc.
Étym. ὀφθαλμοφανής.