ὀπισθίως

ὀπισθοϐάμων

ὀπισθοϐαρής
ὀπισθο·ϐάμων, ων, ον, gén. ονος [] qui va en arrière, à reculons, Anth. 6, 196.
Étym. ὄπισθε, βαίνω.