ὀπισθοϐάμων

ὀπισθοϐαρής

ὀπισθοϐάτης
ὀπισθο·ϐαρής, ής, ές [] lourd ou chargé par derrière, Plot. Enn. 2, 1394.
Étym. ὄπισθε, βάρος.