ὀπισθοχειμών

ὀπισθόχειρ

ὄπισμα
ὀπισθό·χειρ, ειρος (ὁ, ἡ) qui a les mains derrière le dos, DC. Exc. p. 14, 33.
Étym. ὄπισθε, χείρ.