ὀπισθοφύλαξ

ὀπισθοχειμών

ὀπισθόχειρ
ὀπισθο·χειμών, ῶνος () hiver tardif, propr. arrière-hiver, Hpc. 942, 9 ; Th. C.P. 2, 1, 6.
Étym. ὄπισθε, χειμών.