ὀπισθόδομος

ὀπισθόκαρπος

ὀπισθοκέλευθος
ὀπισθό·καρπος, ος, ον, dont les fruits sont derrière les feuilles, Th. C.P. 5, 2, 3.
Étym. ὄπισθε, καρπός.