ὀπισθόκαρπος

ὀπισθοκέλευθος

ὀπισθόκεντρος
ὀπισθο·κέλευθος, ος, ον, qui va derrière, Nonn. D. 18, 159.
Étym. ὄπισθε, κέλευθος.