ὀπισθομήριον

ὀπισθόμηρον

ὀπισθονόμος
ὀπισθό·μηρον, ου (τὸ) derrière de la cuisse, Ptol. Math. synt. t. 2, p. 8a, etc.
Étym. ὄπισθε, μηρός.