ὀπισθόμηρον

ὀπισθονόμος

ὀπισθονυγής
ὀπισθο·νόμος, ος, ον, qui paît en allant à reculons, Hdt. 4, 183 ; Arstt. P.A. 2, 16, etc.
Étym. ὄπισθε, νέμω.