ὀπισθοπόρος

ὀπισθόπους

ὀπισθοσφενδόνη
ὀπισθό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος, qui va derrière, suivant, serviteur, Eur. Hipp. 54 ||
E Acc. sg. ὀπισθόπουν, Eschl. Ch. 713 conj.
Étym. ὄπισθε, πούς.