ὀπισθόπους

ὀπισθοσφενδόνη

ὀπισθοτίλα
ὀπισθο·σφενδόνη, ης () le derrière du réseau dont les femmes enveloppaient leur chevelure, Ar. fr. 309, 4.
Étym. ὄπισθε, σφενδόνη.