ὀπισθοσφενδόνη

ὀπισθοτίλα

ὀπισθοτονία
*ὀπισθο·τίλα, béot. ὀπιτθο·τίλα, ας () [τῑ] qui lance sa liqueur de derrière, n. de la seiche, Stratt. (Ath. 622a).
Étym. ὄπισθε, τιλάω.