ὀπισθοτονικός

ὀπισθοτονικῶς

ὀπισθότονος
ὀπισθοτονικῶς, adv. avec des crises d’ὀπισθοτονία ou comme un malade atteint d’ὀπισθοτονία, Diosc. 1, 72.