ὀπισθοτονώδης

ὀπισθουρητικός

ὀπισθοφανής
ὀπισθ·ουρητικός, ή, όν, qui urine par derrière, Arstt. H.A. 2, 1, 45, etc.
Étym. ὄπισθε, οὐρέω.