ὀπισθότονος

ὀπισθοτονώδης

ὀπισθουρητικός
ὀπισθοτονώδης, ης, ες :
1 atteint d’ὀπισθοτονία, Hpc. 74b, etc. ||
2 avec accompagnement d’ὀπισθοτονία, Hpc. 120g, etc.
Étym. ὀπισθότονος, -ωδης.