ὀψαρότης

ὀψαρτυσία

ὀψαρτυτής
ὀψ·αρτυσία, ας () [] art de préparer les mets, Plat. com. 2-2, 672 Mein. ; Alex. (Com. fr. 3, 444).
Étym. ὄψον, ἀρτύω.