ὀψαρτυσία

ὀψαρτυτής

ὀψαρτυτικός
ὀψαρτυτής, οῦ () [] qui apprête des mets, cuisinier, Hypér. (Poll. 6, 37) ; Pol. 12, 9, 4.
Étym. ὀψαρτύω.