ὀψαρτυτής

ὀψαρτυτικός

ὀψαρτύω
ὀψαρτυτικός, ή, όν [] qui concerne la cuisine ou les cuisiniers ; ἡ ὀψαρτυτική (s. e. τέχνη) Sext. M. 6, 33, l’art culinaire ; τὰ ὀψαρτυτικά (s. e. βιϐλία) Ath. 105c, etc. traités ou livres de cuisine ; ὀψ. λέξεις ou γλῶσσαι, Ath. 5b et 387d, termes de cuisine.
Étym. ὀψαρτύω.