ὀψιανὸς λίθος

ὀψιϐλαστέω-ῶ

ὀψιϐλαστής
ὀψιϐλαστέω-ῶ, pousser tardivement, Th. H.P. 1, 9, 6.
Étym. ὀψιϐλαστής.