ὀψιϐλαστέω-ῶ

ὀψιϐλαστής

ὀψίϐλαστος
ὀψι·ϐλαστής, ής, ές, qui pousse tardivement, Th. H.P. 1, 14, 3.
Étym. ὀψέ, βλαστάνω.