ὀψοφαγέω-ῶ

ὀψοφαγία

ὀψοφαγίστατος
ὀψοφαγία, ας () [φᾰ] gourmandise raffinée, Eschn. 6, 33 ; Plut. M. 669a.
Étym. ὀψοφάγος.