ὀψοποιϊκός

ὀψοποιός

ὀψοπόνος
ὀψο·ποιός, οῦ () cuisinier, Hdt. 9, 82 ; différent de ἀρτοκόπος, Xén. Hell. 7, 1, 38 ; de ἀρτοποιός, Xén. Cyr. 5, 5, 39 ; de σιτοποιός, Xén. Cyr. 8, 5, 3 ; de μάγειρος, Plat. Rsp. 373c, etc.
Étym. ὄψ. ποιέω.