ὀπωρισμός

ὀπωροϐασιλίς

ὀπωροθήκη
ὀπωρο·ϐασιλίς, ίδος () [ᾰσῐ] sorte de figue délicate, propr. « le roi des fruits », Anon. (Ath. 75d).
Étym. ὀπώρα, βασιλεύς.