ὀρχηστύς

ὀρχίδιον

Ὀρχιεύς
ὀρχίδιον, ου (τὸ) [ῐδ]
1 petit testicule, Gal. p. 488, 14 ||
2 sorte de plante, Diosc. 4, 188.
Étym. dim. d’ὄρχις.