Ὀρχιεύς

ὀρχίλος

ὀρχιπεδάω-ῶ
ὀρχίλος, ου () [] roitelet, oiseau, Ar. Vesp. 1513 ; Arat. 1025 ||
E ὄρχιλος, Arstt. H.A. 9, 1 ; Th. Sign. 3, 2 ; 4, 4.
Étym. cf. τροχίλος.