ὀρχίλος

ὀρχιπεδάω-ῶ

ὀρχιπέδη
ὀρχιπεδάω-ῶ (ao. ὠρχιπέδησα), [] empoigner par les bourses, Ar. Av. 142 (vulg. ὠρχιπέδισας).
Étym. ὀρχιπέδη.