ὀρχιπεδάω-ῶ

ὀρχιπέδη

ὀρχίπεδον
ὀρχι·πέδη, ης () [] litt. entrave des bourses, c. à d. impuissance, Anth. 10, 100.
Étym. ὄρχις, πέδη.