ὀρχηστικῶς

ὀρχηστοδιδάσκαλος

ὀρχηστομανέω-ῶ
ὀρχηστο·διδάσκαλος, ου () [ῐᾰλ] maître de danse, Xén. Conv. 2, 15 ; 9, 3 ; Luc. M. cond. 27, etc.
Étym. ὀρχηστής, διδάσκαλος.