ὀρχηστοδιδάσκαλος

ὀρχηστομανέω-ῶ

ὀρχηστοπόλος
ὀρχηστο·μανέω-ῶ, avoir la passion de la danse ou de la pantomime, Luc. Salt. 85.
Étym. ὀρχηστής, μαίνομαι.