ὀρχηστομανέω-ῶ

ὀρχηστοπόλος

ὀρχήστρα
ὀρχηστο·πόλος, ου () c. ὀρχηστής, J. Firm. 8, 14.
Étym. ὀρχηστής, πέλομαι.