ὀρειᾶνες

ὀρειάρχης

ὀρειάς
ὀρει·άρχης, dor. ὀρει·άρχας, dat. -ᾳ () maître ou roi des montagnes, Anth. 6, 34.
Étym. ὄρος, ἄρχω.