ὀρειάρχης

ὀρειάς

ὀρείαυλος
ὀρειάς, άδος, adj. f. de montagne, Anth. 6, 219 ; Nonn. D. 19, 329, etc. ; αἱ Ὀρειάδες, Bion 1, 19, nymphes des montagnes, Oréiades.
Étym. ὄρος.