ὀρειχάλκινος

ὀρείχαλκος

ὀρειώτης
ὀρεί·χαλκος, ου () orichalque ou laiton, sorte de cuivre, Hh. 5, 9 ; Hés. Sc. 122 ; Plat. Criti. 114e, etc.
Étym. ὄρος, χαλκός.