Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀρεσσιδρόμος
ὀρεσσίνομος
ὀρεσσιπάτος
ὀρεσσί·νομος,
ος, ον
[
ῐ
]
c.
ὀρεινόμος,
Hés.
Sc.
407 ;
Nonn.
Jo.
4, 59,
etc.