ὀρεσσίνομος

ὀρεσσιπάτος

ὀρεσσίπολος
ὀρεσσι·πάτος, ος, ον [ῐᾰ] qui court à travers les montagnes, Nonn. D. 14, 250.
Étym. ὄρος, πατέω.